- πέους
- πέοςmembrum uirileneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναφλώ — ἀναφλῶ ( άω) (Α) [φλω] 1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους 2. έχω στύση του πέους … Dictionary of Greek
ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek
υποσπαδίας — (Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του… … Dictionary of Greek
Ορθαγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πρώτος τύραννος της Σικυώνας (τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ.). Οι αρχαίες παραδόσεις για τον Ο. και την οικογένεια του (Ορθαγορίδαι) είναι αντιφατικές: το πιθανότερο είναι ότι ο Ο. ήταν ένας ευγενής που,… … Dictionary of Greek
αντισπασμός — ἀντισπασμός, ο (Α) 1. στύση του πέους 2. παλίρροια … Dictionary of Greek
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βαυβών — ( ῶνος), ο (Α) [βαυβώ] ο όλισβος, δερμάτινο ομοίωμα πέους … Dictionary of Greek
δερμύλλω — (Α) έχω στύση τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα τού Ησυχίου «δερμύλλει αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»] … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek